- ἐπαναχρεμπτήριος
- ἐπανα-χρεμπτήριος, ον,A promoting expectoration, Hp.Loc.Hom.17.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επαναχρεμπτήριος — ἐπαναχρεμπτήριος, ον (Α) αυτός που προκαλεί επανάχρεμψη, απόπτυση, αποβολή φλεγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανα χρέμπτομαι «βήχω και βγάζω φλέγματα» + κατάλ. ήριος] … Dictionary of Greek
ἐπαναχρεμπτηρίοισι — ἐπαναχρεμπτήριος promoting expectoration masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)